- -ιέρης
- κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεωςπρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης, σουστιέρης, ταμπουρλιέρης, ταπετσιέρης, τιμονιέρης, τραπεζιέρης.
Dictionary of Greek. 2013.